προσθεῖσα

προσθεῖσα
προστίθημι
put to
aor part act fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσθεῖσ' — προσθεῖσα , προστίθημι put to aor part act fem nom/voc sg προσθεῖσι , προστίθημι put to aor part act masc/neut dat pl προσθεῖσαι , προστίθημι put to aor part act fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • прилагаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (греч. προστίθημι) повторяю, прибавляю, продолжаю; приложи… …   Словарь церковнославянского языка

  • προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”